- αντρόγυνο
- τοβλ. ανδρόγυνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντρόγυνο — το άντρας και γυναίκα παντρεμένοι νόμιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδρόγυνο — και αντρόγυνο και αντρόγενο, το (Μ ἀνδρόγυνον) ζεύγος νόμιμων συζύγων μσν. άνδρας και γυναίκα που συζούν … Dictionary of Greek
διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… … Dictionary of Greek
δυσκολοχώριστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χωρίζεται ή μοιράζεται σε μέρη («δυσκολοχώριστη κληρονομιά») 2. αυτός που δύσκολα διαστέλλεται 3. αυτός που δύσκολα αποχωρίζεται από άλλον («δυσκολοχώριστο αντρόγυνο») … Dictionary of Greek
ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… … Dictionary of Greek
νεφρίτης — Ορυκτό μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου και του ασβεστίου, που πολλές φορές αντικαθίσταται κατά ένα μέρος από σίδηρο. Ανήκει στην ομάδα του ακτινολίθου (αμφίβολοι)· το χρώμα του είναι πρασινωπό έως λευκό, οι κρύσταλλοι του ανήκουν στο μονοκλινές… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
άτεκνος — η, ο αυτός που δεν έχει, δεν απόχτησε παιδιά: Το αντρόγυνο ήταν άτεκνο και ζητούσε παιδί να το υιοθετήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγαπημός — ο αγάπη, συμφιλίωση: Το αντρόγυνο μάλωνε συχνά κι αγαπημό δεν είχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)